- ἀμύριστος
- ἀ-μύριστος, ungesalbt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμύριστος — η, ο (Α ἀμύριστος, ον) [μυρίζω] 1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος 2. αυτός που δεν τόν μύρισε, δεν τόν οσφράνθηκε κανείς 3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε 4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική αρχ. 1. αυτός που δεν τόν έχρισαν,… … Dictionary of Greek
αμύριστος — η, ο 1. αυτός που δε μυρίζει ευχάριστα ή δυσάρεστα: Το νερό ήταν πια αμύριστο. 2. αυτός τον οποίο δεν έχει μυριστεί κανείς (κυριολ. και μτφ.): Ήταν κορίτσι όμορφο, λουλούδι αμύριστο ακόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμύριστα — ἀμύριστος not steeped in unguents neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυρος — (I) ἄμυρος, ον (Α) (για τόπους) υγρός, γεμάτος νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτατ. + μύρω μύρομαι «ρέω, κυλώ, στάζω (για υγρά)»]. (II) ον (Α ἄμυρος) [μῡρον] 1. ο δίχως μυρωδιά, αμύριστος, άοσμος 2. ο δίχως μύρο, αμύρωτος, μη αρωματικός … Dictionary of Greek